Κιρκάσιοι

Κιρκάσιοι
(ρωσ. Cherkesy). Λαός του Καυκάσου. Ονομάζονται επίσης ΤσερκέζοιΑδιγέοι (Αδιγκαίοι). Πρωτοεμφανίστηκαν στο Κουμπάν τον 8o αι. μ.Χ. Ασπάστηκαν τον ισλαμισμό και, όταν ολοκληρώθηκε η εγκατάστασή τους, χωρίστηκαν σε διάφορες ομάδες, οι κύριες από τις οποίες ήταν δύο, οι Αδιγέοι (γνήσιοι Κ.) και οι Καμπαρντίνοι (Άνω Κ.). Οι δυτικοί Κ. συγκρότησαν μικρές ηγεμονίες, με ηγεμόνες διορισμένους από τη ρωσική κυβέρνηση. Η εξάρτηση από τους Ρώσους προκάλεσε την αντίδραση των Κ., γι’ αυτό και σημαντικός αριθμός τους αρνήθηκε να ασπαστεί τον χριστιανισμό και προτίμησε να μεταναστεύσει στην Τουρκία, όπου εγκαταστάθηκε σε παραμεθόριες περιοχές της Μικράς Ασίας. Η μετανάστευση των Κ. του Καυκάσου της Ρωσίας συνεχίστηκε έως το 1864. Συνολικά 500.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της ασιατικής Τουρκίας. Εκείνοι που παρέμειναν στα εδάφη τους συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα του Άνω Κουμπάν και συμβίωσαν με άλλες φυλές. Μετά την ελληνική Μικρασιατική εκστρατεία, μικρός αριθμός Κ., οι οποίοι πολέμησαν με τον ελληνικό στρατό, εγκαταστάθηκε στη δυτική Θράκη. Σήμερα, οι Κ. που παρέμειναν στον Καύκασο είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στις αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσίας, Αδιγέα και Καρτσάγεβο-Κιρκασία. Βλ. λ. Αδιγέας, Δημοκρατία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Τσερκέζος — ο, θηλ. Τσερκέζα, Ν συν. στον πληθ. οι Τσερκέζοι λαός τού Καυκάσου που μιλάει μια βορειοδυτική καυκασιανή γλώσσα, την καμπαρντιανή, και τού οποίου μειονότητες υπάρχουν στην Τουρκία, στη Συρία, στην Ιορδανία, στο Ιράκ και στο Ισραήλ, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • Λέρμοντοφ, Μιχαήλ Γιούργιεβιτς — (Mikhail Yuryevich Lermontov, Μόσχα 1814 – Πιατιγκόρσκ, Καύκασος 1841). Ρώσος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν απόστρατος λοχαγός. H μητέρα του, μια πλούσια κληρονόμος, πέθανε όταν ο Λ. ήταν τριών χρόνων, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”